- μολύβδωμα
- μολύβδ-ωμα, ατος, τό,A lead-work, Moschio ap.Ath.5.208a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολύβδωμα — μολύβδωμα, τὸ (Α) [μολυβδώ] κατασκεύασμα από μόλυβδο, έλασμα, πλάκα από μόλυβδο … Dictionary of Greek